- περίσκιος
- -α, -ο / περίσκιος, -ον, ΝΑαυτός που σκιάζεται, που ρίχνει τη σκιά του γύρω γύρω, που περιβάλλεται από σκιάαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ περίσκιοιοι κάτοικοι τών πολικών χωρών, επειδή η σκιά τους διαγράφει πλήρη κύκλο κατά το διάστημα τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Η λ. λειτουργεί ως υποχωρητικό παρ. τού ρ. περισκιάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.